- υστεροφθόρος
- -ον, Α(για τις Ερινύες) αυτός που φθείρει, που βλάπτει κάποιον μετά από μια πράξη («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ἀλληλο-φθόρος, πολυ-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.